γλυκαίνομαι

γλυκαίνομαι
γλυκαίνομαι, γλυκάθηκα, γλυκαμένος βλ. πίν. 45
——————
Σημειώσεις:
γλυκαίνομαι : στην παθητική φωνή η έννοια διαχωρίζεται σε σχέση με την ενεργητική.
Σημαίνει μου αρέσει κάτι, έλκομαι από κάτι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλυκαίνομαι — γλυκαίνω sweeten pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγλυκαίνω — 1. κάνω κάτι (πάλι) γλυκό, γλυκαίνω, ξαναγλυκαίνω 2. μέσ. γίνομαι (πάλι) γλυκός, γλυκαίνομαι, ξαναγλυκαίνομαι 3. (για ζύμη) γίνομαι νερουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκαίνω] …   Dictionary of Greek

  • γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος …   Dictionary of Greek

  • ηπιώ — ἠπιῶ, όω (Α) [ἡπιος] 1. αισθάνομαι τον εαυτό μου ελαφρότερο, είμαι καλύτερα («ἠπίωσε τῷ σώματι», Ιπποκρ.) 2. παθ. ἠπιοῡμαι, όομαι γλυκαίνομαι, γαληνεύω («ἠπιοῡσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς», Φιλόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՂՑՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0975 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c չ. γλυκαίνομαι dulcesco ἠδύνομαι suave reddor ἠδύς , χρηστός γίνομαι dulcis, suavis fio. Փոխել ʼի քաղցրութիւն. քաղցր եւ հեշտալի լինել կամ երեւիլ. հանճոյ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”